bleeding edge
 

| εβρεων φώτισό̣ν̣ | με τὸ ἅπαξ τοῦτο, | καὶ ἐὰν θέλτῃ<ς>με̣ | ἀναχωρῆσε κτλ. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #