bleeding edge
 

πρεποσεί|[τ]ῳ ᾽Αμειναιώθει(?) παρὰ Παλᾶτος | χαίρειν. | [Π]ροηγούμ̣αινως εὔχομαι κτλ. Nicole, Add. S. 39. W., A III 399.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #