bleeding edge
 

[τοῦ μὲν παρόντος, τοῦ δὲ μὴ παρὸντος ἐν τῶι δικαστ]η̣ρ̣ί̣ω̣ι̣ (B.L. 5, S. 39) → wohl [ἢ τοῦ ἑνὸς παρόν|τος ἐν τῶι δικαστ]η̣ρ̣ί̣ω̣ι̣, P. Heid. 8, S. 11-12, Anm. 5.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #