bleeding edge
 

Erg.: γυμνὴ γ[ὰρ οὖσα χαυ]|νοτέρα γενέ[σθαι μέλλει· ὑπ]ὲρ <οὗ> οὐ γὰρ κ.τ.λ., T. Reekmans, Anc. Soc. 25 (1994), S. 130.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #