bleeding edge
 

[δ]ιὰ Πετεχεσποχ (ράτου) πρ(εσβυτέρου) [ ] | ἀδε(λφοῦ) τὸ γ´ Πετεχεσπ(οχράτου) νεω(τέρου) κτλ. W., GgA. 1894, 738.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #