bleeding edge
 

ἀποδώσω | [ ἐμποδιζομένη δὲ τῷ μ ὴ ἔχειν(?)] νόμιμον χύριον ἀξ[ι]ῶ ἐπιτραπῆναι | [ παρό]ντι καὶ εὐδοκοῦντι τῇ ἐτήσει. ᾽απολλώ [νιος εὐδοκῶ τῇ αἰτ] ήσει. ∟κ αὐτοκράτορος κτλ. W., A IV 550. G.-H., A IV 550.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #