bleeding edge
 

σταθμῷ τὀͅ Φυλλωφ/, [χρ (υσοῦ)] νο(μισμάτια) γ π(αρὰ) α, ἥνπερ τιμὴν κτλ. Pr. (laut Abbild.)

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #