bleeding edge
 

παραχωρεῖν καὶ ἐκκεχ(ωρηκέναι) καὶ | [παρακεχωρηκ (έναι)] τῷ πρ(οκειμένῳ) εὐ̣δ(οκιμωτάτῳ) τῷδε τὰ πρ(οκείμενα) ἀργυρεᾶ εἴδη εν.ησα̣/τῶν δεκατριῶν λιτρῶν καὶ ἀποτετάχ̣θαί | [σοι (?) αὐτὰ ἀν]τἱ τῶν α(ὐτῶν) ν(ομισματίων) κτλ. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #