bleeding edge
 

εἰδῶν καὶ τῆς̣[σ]ῆς̣ | [θ(αυμασιότητος) …….]νησιν προσαγαγούσης μοι περὶ τῆς ἀποδόσεως τῶν (aus τοῦ gebessert) κτλ. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #