bleeding edge
 

| [ ω]ν̣ ἀ̣ρχαίων καταβέβληκα εἰς̣ τ̣ὴ̣ν̣ σὴν θ(αυμασιότητα) οὐδὲ τοὺς νομίμ(ους) κτλ. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #