bleeding edge
 

[πρ(οσδιαγραφομένων) (δραχμῶν) α- σ(υμβολικοῦ) ∫] ῾Ερμοῦ (δραχμὰς) η (προσδιαγραφόμενα) (τριώβολον), S. L. Wallace, Taxation S. 457 A. 62 und S. 489 A. 282.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #