bleeding edge
 

[γ(ίνονται) (δραχμαὶ)] δ´, ᾽Επεὶφ . β– (δραχμὰς) ὀκτώι, γ(ίνονται) (δραχμαὶ) η´, Καισαρείου .. λ– (ἡμιωβέλιον) (δίχαλκον), ὑι(κῆς) μία (ὀβολὸς εἷς)., H. C. Youtie, O. M. Pearl, Am. J. Phil. 63 (1942), S. 306.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #