bleeding edge
 

ω̣[.]α̣ι̣σιτω̣μ̣.[ ± 45 ὃ καὶ | παρέξ]ω → ο̣[ὗ] αἱ γιτνίαι (l. γειτνίαι) π̣[ρόκεινται, καὶ ἀπέσχον τὰς τῆς τιμῆς δραχμὰς τρισχιλίας καὶ | βεβαι]ῶ, D. Hagedorn, Z.P.E. 117 (1997), S. 184.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #