bleeding edge
 

πεπρακέναι αὐτὸν τὸν ὁμολογοῦντα οὐ μόνον] | [τ]ὸ̣ οἰκ̣ίδιον → πεπραμένου αὐτῇ ὡς πρόκει]|[τα]ι̣ οἰκίδιον (l. οἰκιδίου), D. Hagedorn, Z.P.E. 117 (1997), S. 183-184 (nach dem Photo).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #