bleeding edge
 

λαχ/ ελ/ γο ιγ  | σιτ αρτ̣ ϊ → λαχ(ανοσπέρμου) ἐλ(αιουργικῷ) ϊγ (καὶ) | σίτ(ου) (ἀρταβῶν) ϊ (nach dem Photo), N. Gonis, Z.P.E. 143 (2003), S. 161-162.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #