bleeding edge
 

ἐξυντιμήσεως (= ἐκ συντιμήσεως) τῆ[ς κατ᾽ ἔτος] | [γιν]ο̣μένης πρὸς ἀργύριον κτλ. Wilcken, Ostr. I 459 Anm. 3.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #