bleeding edge
 

]ενο̣[ ἐνιαυσίως] | [νομίσματο]ς ἀργ̣υρίο̣[υ κέρματο]ς ἑκατ[όν → [- - - ὑπὲρ] ἐνο̣[ικίου αὐτοῦ ἐνιαυσίως] | [κέρματο]ς ἀργυρίο̣[υ μυριάδα]ς ἑκατ[ὸν - - -], N. Gonis, Z.P.E. 132 (2000), S. 192, Anm. 17.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #