bleeding edge
 

῎Α(λλας) Μεσ̣ο̣ρὴ (πυροῦ ἀρτάβας) ἕνδεκα (γίνονται) (πυροῦ ἀρτάβαι) ια̣, dieselben, B.A.S.P. 8 (1971), S. 104.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #