bleeding edge
 

L. Ψενα̣μο(ύνιος) Ψενχώ(νσιος) δ[ι]ὰ .... |4 Πετενοβ(δώιος) Ψε(ν­αμούνιος)ϲ usw.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #