bleeding edge
 

Διὰ | ᾽Α[ρ]χιλ(όχου) βοηθ(οῦ) (vgl. Index) → δι(ὰ) Α(ὐρηλίου) | ᾽Αχιλ(λέως) βοηθ(οῦ), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 80 (1990), S. 220.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #