bleeding edge
 

δίκ(αιον) | δανείο(υ), ὃ έδα(νείσατο) πρ̣[ὸ τ]οῦ κατὰ χάρι(ν) | τὴς τῶν κτλ. Stud. Pal. XX S. 163. Lewald, mündl.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #