bleeding edge
 

τοῦ καθοσιωμένου στηθ[ ] . → wohl τοὺ<ς> καθοσιωμένους τῇ θ[είᾳ τύχῃ], P. Oxy.Hels. 25, Anm. zu Z. 39.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #