bleeding edge
 

→ wohl [(ἕτους) .(.) Αὐτοκράτορος Καίσαρος Τίτου | 1 Αἰλίου ῾Αδριανοῦ ᾽Αν]τ[ωνίνου | Σεβαστοῦ Εὐσεβοῦ]ς̣ μηνό[ς, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 56 (1984), S. 97, Anm. 2.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #