bleeding edge
 

(῎Ετους) . Κ̣α̣ί̣σ̣α̣ρος κ.τ.λ. → (1a) ῎Ε[τους .(.) Αὐτοκράτορος] | Κα[ίσ]αρος κ.τ.λ., J.G. Keenan, B.A.S.P. 32 (1995), S. 120 (am Original).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #