bleeding edge
 

ἐλ̣αϊκ̣ο̣ῦ̣ [κ]τ̣ήματος ὡ̣ [ς ἐ]κ̣ τ̣ο̣ύ̣του οὐ̣κ̣ ὀλί̣ [γο]ν̣ μο̣ι̣ βλάβο̣ς ἐ̣π̣ι̣κεκλο̣ [ύ]θηκε̣ (l. ἐπηκολούθηκε) [..]. (vl. [μο]ι̣) ὑ̣π̣ὸ τίνων ἀγνωῶ, P. Oslo 3 S. 275.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #