bleeding edge
 

πράκ̣(τορι) ἀ̣ργυρι(κῶν) → πράκ̣(τορσι) ἀ̣ργ(υρικῶν) Καρ(ανίδος), D. Hagedorn, Z.P.E. 125 (1999), S. 215.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #