bleeding edge
 

| [ἐὰνδὲ] μὴ ἀποδῶι ἢ μὴ ποιή[σηι(?) ] | [καθότι] δεδήλω[τα]ι, ἀποτ[εισάτω] | κτλ. W., A I 135.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #