bleeding edge
 

ρ̣λ̣[ζ (τετρώβολον) (ἡμιωβέλιον)] → ρλ[ζ] (ἡμιωβέλιον) (δίχαλκον), Ρ. Customs, S. 89-90, Anm. 25.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #