bleeding edge
 

βεβαιω[τοῦ] π [ισ τει] | κελευστοῦ καὶ ἐντολικαρίου καὶ τῶν παρ᾽ἡμῶν πάσῃ [βεβαιώσει] | ἀπὸ παντὸς κτλ. W., A IV 557.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #