bleeding edge
 

ήμίσους | [μέ]ρου[ς τοῦ α]ὐτο[ῦ δι]μ̣ο̣ί̣ρου μέρους ἐμα[υ]τοῦ κτλ. Pr. (nach P. Lond. III S. 151 1158).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #