bleeding edge
 

ὑπερφ[υείᾳ] τοῦ ᾽Οξυρυγ[χί] του νομ̣ [ο] ῦ ἐ [να] πόγρα[φος] | [αὐτῆς γε]ωργὸς κτλ. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #