bleeding edge
 

L. [ἐφ᾽ ὃν] ἔχηι; dagegen [διην]εχῆι(l. διηνεκῆ), Schubart, brieflich. - - ῾Υπογρα(φεὺς) τοῦ Μάρωνος ᾽Ακουτίων.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #