bleeding edge
 

διεγρ̄ κ.τ.λ. → (mit B.L. 1, S. 276) διέγρ(αψαν) ᾽Ορσενοῦ (φις) και | μέτοχ(οι) πρεσβ(ύτεροι) κώμ̣η̣ς̣ Β̣ουβ̣ά̣(στου) | καὶ Πεκύσεως (l. Πεκῦσις) πρεσβ(ύτερος) κ.τ.λ., vgl. A. Tomsin, Études sur les πρεσβύτεροι S. 492 und P. Louvre 1, S. 167.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #