bleeding edge
 

ἀπεσχ(ηκέναι) τ̣[ι(μὴν)?] ἀργ(υρίου) (δραχμῶν) ἑκατὸν ἑξή | κοντα. Βεβαιό(σει) ὁ ὁμολ(ογῶν). | ῾Υπογ̣ρ̣(αφεῖς) .κτλ. W., A III 243.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #