bleeding edge
 

ώς∟ν οὐλ(ὴ) | δακτ(ύλῳ) χ(ειρὸς) ὰρ(ιστερᾶς) ἀπὸ ᾽αττινοῦ | ῞Οσίου Πανεμφρέμει | ᾽απ̣ύγχεως κτλ. W., A III 243.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #