bleeding edge
 

χαίρ(ειν). ῎Εχ(ω) | διαγε̣γρ(αμμένας) (B.L. 1, S. 248) → χαίρειν. | Διαγέγρ(απται), P. Customs, S. 190, Anm. 2.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #