bleeding edge
 

| Κ[α]νώ̣νιον γνώμο(νος) ἐχομ[ένου τοῦ ἀ]ναλαμβ(άνοντος) τετελευτ[η]κ̣(ότας) [τῷ ιγ]∟ | κτλ. W., A III 233. Wilcken, Arch. I S. 138.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #