bleeding edge
 

Πεπί(ρεως) ᾽Ατομνέω(ς) τοῦ Πεπίρεως μητ(ρὸς) Νεστνηφεωτ[ο( )] τῆς Μαρρείο(υς) → Πετσί(ρεως) ᾽Ατομνέω.(ς) τοῦ Πετσίρεως μητ(ρὸς) Νεστνήφεως τῆς Μαρρείο(υς), W.H.M. Liesker, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 72 (1988), S. 78.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #