bleeding edge
 

δόσεως τῶν Ψενθώ(τη) | τοῦ ῞Ωρου ὑ π(αρχόντων) , καθ̣᾽ ῆν | ἐποήσατο κτλ. Sch., P. gr. Berol. 9.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #