bleeding edge
 

[λω(νίου) χήρας, τοῦ δὲ Κάστο]ρος μάμμης, Τασο[υχα]ρίου, δ μὲν ᾽Απολλώ(νιος) BGU. III S. 2.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #