bleeding edge
 

ή | [μί]σους, γ(ίνονται) [(πυροῦ ἀρτάβαι)] ς ʃ, ἐπι τῷ | μετρήσω (= μετρήσειν) κτλ. BGU. II S. 354.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #