bleeding edge
 

Erg. γίνωσκε δὲ] | [Σάτ]υρον ὄντα ἐν Μέμφει ἀρρωστοῦντα καὶ τ[ὰς δ]ιατρ[ιβὰς ποιούμενον ἐν] | [τ]ῶι ᾽Ασκληπι-είωι, P. Cairo Zen. 4. 59556, zu Z. 9

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #