bleeding edge
 

καγκέλλ(ῳ) τρίτον, γί(νεται) σ̣ί̣τ̣(ου) γ´ → καγκέλλ(ῳ) ἀρ(τάβης) τρίτον, γί(νεται) (ἀρτάβης) γ´ μό(νον), N. Gonis, Tyche 14 (1999), S. 329.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #