bleeding edge
 

<(δραχμὰς)> υϙ τ̣ο̣κ̣ | Μ̣ θι̣ωε τοῦ ˪ c̄ μ̄ → υϙ τό̣(κων) (δι-[δράχμων]). | ἀπο(δότωσαν) Θοὼθ̣ η (ἔτους), (ἓξ) μ(άρτυρες)

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #