bleeding edge
 

[ἔ]κτισις ἑκάστου (χαλκοῦ) διώβολον, ἅ → [ἐ]κτίσις (l. ἐκτίσεις) ἑκάστου (χαλκοῦ) (τάλαντον) α

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #