bleeding edge
 

[῾Ο δεῖνα τῷ δεῖνα χαίρειν. Τοῦ] παρ᾽ ᾽Αρχιβίο[υ Εὐνόμου ὑπομνήματος o. ä. ]| κτλ. W. briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #