bleeding edge
 

ἐμαυτὸ[ν] | [ἐπὶ τὰ ς ἐπι]κένους (= ἐπικοίνους) ὑμῶν (=ἡμῶν) ἀποχὰς κτλ. W., A V 295.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #