bleeding edge
 

᾽Επὶ τοῦ παρόντος <δίκης o. ä.> κεκειν[ημένης περὶ τ]ῆς μο(υ) πρὸς σὲ δωσολημψίαν (lies -ψίας) | κτλ. Bell, Aegyptus II (1921) S. 353.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #