bleeding edge
 

L. ᾽Επὶ τοῦ παρόντος <δίκης o. ä.> κεκειν[ημένης περὶ τ]ῆς μο(υ) πρὸς σὲ δωσολημψία<ς>, Bell, Aegyptus 2 S. 353 Nr. 122.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #