ὁ προκ(είμενος) σ[..]. μοι ή όμολογία | ώς πρόκ(ειται). ᾽Ηλ̣ία̣ς ᾽Ι̣ωάννης | ἔγραψα κτλ. Pl. briefl., laut Orig. Pl. brieifl., laut Orig. Der Pap. hat Ηλι ας, weil der Schreiber eine schlechte Stelle übersprang.
ὁ προκ(είμενος) σ[..]. μοι ή όμολογία | ώς πρόκ(ειται). ᾽Ηλ̣ία̣ς ᾽Ι̣ωάννης | ἔγραψα κτλ. Pl. briefl., laut Orig. Pl. brieifl., laut Orig. Der Pap. hat Ηλι ας, weil der Schreiber eine schlechte Stelle übersprang.